- χθισδός
- -ή, -όν, Αβλ. χθιζός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χθιζός — και χθισδός, ή, όν, Α 1. χθεσινός («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», Πλούτ.) 2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) χθιζόν και χθιζά χθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χθιζά] … Dictionary of Greek